- ὑδροχαρῶν
- ὑδροχαρήςdelighting in watermasc/fem/neut gen pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λοχμώδης — ες (Α λογμώδης, ῶδες) [λόχμη] 1. (για τόπο) αυτός που έχει πολλές λόχμες 2. αυτός που έχει πυκνή βλάστηση, δασύς σαν λόχμη, σύνδενδρος, θαμνώδης, πυκνοφυτεμένος αρχ. 1. (για υδροχαρή φυτά) αυτός που εξαπλώνεται και σχηματίζει λόχμη («φύονται δ ἐξ … Dictionary of Greek
μενυανθές — το βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων υδροχαρών πολυετών φυτών τής οικογένειας μενυανθίδες με μοναδικό είδος το τρίφυλλο μενυανθές, φαρμακευτικό και διακοσμητικό, που απαντά σε υγρές εύκρατες περιοχές τής Ευρώπης, τής Ασίας και τής Αφρικής … Dictionary of Greek
σαγκιταρία — και σαγιτταρία, η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια αλισματίδες τής τάξης αλισματώδη, με 20 περίπου είδη υδροχαρών πολυετών ποών τών εύκρατων και τροπικών περιοχών τής Γής. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν.… … Dictionary of Greek
σπαργάνιο — (sparganium). Γένος υδροχαρών φυτών της οικογένειας των Σπαργανιιδών»με 15 περίπου είδη, που ευδοκιμούν στις υγρές και ψυχρές εύκρατες περιοχές. Είναι φυτό πολυετές, ποώδες και με κοντό βλαστό, ινώδη και φύλλα στενά και μακρουλά. Τα άνθη του… … Dictionary of Greek
τυφώδη — τα, Ν βοτ. τάξη αγγειόσπερμων μονοκότυλων ποωδών φυτών, υδροχαρών ως επί το πλείστον, στην οποία ανήκουν οι οικογένειες τυφίδες και σπαργανιίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. typhales < typh (< τύφη) + κατάλ. ales, που στην ελλ.… … Dictionary of Greek
τύφη — η, ΝΜΑ, και τύφι, τὸ, Α λόγια ονομασία τού γένους, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, υδροχαρών ποωδών φυτών τύφα, με 15 περίπου είδη, ορισμένα από τα οποία φέρουν φύλλα που χρησιμοποιούνται στην καλαθοπλεκτική, στην κατασκευή… … Dictionary of Greek
όρυζα — η (Α ὄρυζα και ὄρυζον, τὸ) 1. βοτ. γένος υδροχαρών αγρωστωδών φυτών καθώς και τα φαγώσιμα σπέρματά τους, το ρύζι 2. φρ. «βράσε όρυζα» λέγεται σε περιπτώσεις κακής τροπής τών πραγμάτων ή ανεπανόρθωτης εξέλιξης μιας κατάστασης ή και για δήλωση… … Dictionary of Greek
βικτορία — (victoria).Γένος δικοτυλήδονων πολυετών, γιγαντιαίων, υδροχαρών φυτών της οικογένειας των νυμφαιιδών (nymphaeaceae), που συναντώνται στους ποταμούς της ζώνης του Ισημερινού και στη νότια Αφρική. Έχουν σαρκώδες, κυλινδρικό ρίζωμα σφηνωμένο μέσα… … Dictionary of Greek